Το ιερόν λείψανον του αγίου Ανδρέου εις Κωνσταντινούπολιν
Κατά τας εκ των Πράξεων93 ειδήσεις, η Μαξιμίλλα μετά της πιστοτάτης
και αφοσιωμένης εις αυτήν Φαιδαμίας ή Ιφιδάμας πλησίον του τάφου του
Πρωτοκλήτου εγκατασταθείσαι, δεν απεμακρύνθησαν εκείθεν «μέχρι τέλους
ζωής αυτών». Πλουτούσαι εις έργα ευποιΐας και κοινής ωφελείας, διέθεσαν
μετά του Στρατοκλέους ολόκληρον την περιουσίαν των υπέρ των πτωχών και
υπέρ ανεγέρσεως εκκλησιαστικών κτισμάτων και «ευαγών κτιρίων ανδρών τε
και γυναικών». Εις βαθύ δε γήρας και αυταί και ο Στρατοκλής
καταφθάσαντες «και ανεπιλήπτως τον βίον αυτών πολιτευσάμενοι μακαρίως
ετελεύτησαν».
Μετά τον θάνατον των ευλαβών τούτων φυλάκων και επιμελητών του τάφου
του ενδόξου Πρωτοκλήτου, μολονότι δεν είχον εισέτι καταπαύσει οι χρόνοι
των διωγμών, παρέμεινε το ιερόν μνημείον του αποστόλου ανέπαφον και
κατησφαλισμένον, «πολλών ιάσεων χάριτος επομβρίζον πάσι τοις νοσημάτων
και παθημάτων φλογμώ κεκακωμένοις»94. Αλλ” ότε έλαβε τέλος «ο κατά των
χριστιανών βαρύτατος και φρικωδέστατος διωγμός», απέθανε δε και ο μέγας
της Εκκλησίας προστάτης «ο ευλαβέστατος και ισαπόστολος βασιλεύς
Κωνσταντίνος». «Κωνστάντιος ο υιός αυτού, ος και της βασιλείας εγεγόνει
διάδοχος, επιθυμίαν έσχε θεοφιλή» να συντελέση την «ανακομιδήν και
συλλογήν αποστολικών λειψάνων» και να μεταφέρη ταύτα εις «την βασιλίδα
των πόλεων, την πανευδαίμονα μεγαλόπολιν Νέαν Ρώμην, εις φυλακτήριον
ταύτης ασφαλές και αρραγέστατον εδραίωμα»95. Ότε λοιπόν ο Κωνστάντιος
περιοδεύων ευρίσκετο εν Οδυσσοίς, επληροφορήθη εκεί παρά τινος των
επισκόπων, ότι το μεν σώμα του αποστόλου Ανδρέου ευρίσκετο τεθαμμένον εν
Πάτραις, το δε του Ευαγγελιστού Λουκά εν Θήβαις της Βοιωτίας. Τούτο
ακούσας ο Κωνστάντιος ηυχαριστήθη βαθύτατα και ευθύς, απευθυνθείς προς
τους περί αυτόν μετά φωνής ζωηράς και περιχαρούς, είπε: «Καλέσατέ μοι
τον Αρτέμιον»96. Ήτο δε ο Αρτέμιος στρατιωτικός «περιβόητος, μετέπειτα
το του μαρτυρίου στέφος αναδησάμενος επί της βασιλείας Ιουλιανού του
αποστάτου, ανήρ περίδοξος πάνυ, ευγενής τε και σοφός, πάσης συνέσεως και
λογιότητος έμπλεος»97.
Προσελθών κατεσπευσμένως ο Αρτέμιος ενώπιον του βασιλέως, έλαβε παρ”
αυτού την εντολήν ταύτην: Άπιδε ανδρών άριστε και το τάχος εν Κων/πόλει
την των ιερών λειψάνων άνοδον ποίησον»96. Πράγματι δε ο Αρτέμιος
«επορεύετο την επί τους αποστόλους οδόν ανακομίσων τα τούτων πανάγια
λείψανα επί την Κωνσταντινούπολιν».
Και ότι μεν οι ευσεβείς κάτοικοι των Πατρών αρνηθέντες το κατ” αρχάς
να παραδώσουν τον πολύτιμον θησαυρόν, συγκατετέθησαν έπειτα, ο δε
Κωνστάντιος εκδηλών την επι τη συγκαταθέσει ταύτη ευαρέσκειαν, προέβη
αυθορμήτως και γενναιοδώρως εις την κατασκευήν υδραγωγείου προς ύδρευσιν
της πόλεως των Πατρών, μόνον υπό παραδόσεως πολύ μεταγενεστέρας
διαθρυλείται. Ότι δε τα ιερά λείψανα του τε Πρωτοκλήτου Ανδρέου και του
Ευαγγελιστού Λουκά διεκομίσθησαν εις Κων/πολιν υπό του Αρτεμίου και
κατετέθησαν «ένδον της αγίας Τραπέζης του ναού των αγίων αποστόλων», τον
οποίον είχε ήδη ανεγείρει Κωνστάντιος ο μέγας, μαρτυρείται υπό τε του
Φιλοστοργίου και υπό του παλαιού Βυζαντινού Συναξαρίου πολλαχού98 αλλά
και υπ” άλλων παλαιών τε και νεωτέρων συγγραφέων. Η κατάθεσις αύτη,
γενομένη μετά μεγίστης πομπής, έλαβε χώραν την 3ην Μαρτίου του έτους
357, καθά συνάγεται εκ ρητής μαρτυρίας του Πασχαλίου Χρονικού99.
Ότε δε βραδύτερον ανωκοδομήθη υπό του αυτοκράτορος Ιουστινιανού
λαμπρότερος ο ναός των Αγίων Αποστόλων, τα ιερά λείψανα του αποστόλου
Ανδρέου και του Ευαγγελιστού Λουκά, καθώς και του συνεκδήμου του Παύλου
Τιμοθέου, ανακομισθέντα κατά τον χρόνον της ανοικοδομήσεως του ναού,
ανακατετέθησαν κατά το έτος 550 εν τη «εξ αργυρού καθαρωτάτου»
κατασκευασθείση αγία τραπέζη100 μετά εξαιρετικής μεγαλοπρεπείας, του
πανηγυρισμού της καταθέσεως διαρκέσαντος, ως φαίνεται επί ολόκληρον
εβδομάδα. Ούτω κατά μεν το παλαιόν βυζαντινόν Συναξάριον101 εορτάζεται
τη «Κ΄Ιουνίου η εύρεσις και κατάθεσις χιτώνων και περιβολαίων των αγίων
αποστόλων και Ευαγγελιστών Ιωάννου και Λουκά, Ανδρέου… άτινα κατετέθησαν
εν τω ναώ των αγίων αποστόλων των μεγάλων». Κατά δε τον χρονογράφον
Μαλαλάν102 «μηνί Ιουνίω κη” εγένετο τα εγκαίνια των αγίων αποστόλων και η
κατάθεσις των τιμίων λειψάνων Ανδρέου, Λουκά και Τιμοθέου και διήλθεν ο
επίσκοπος Μηνάς μετά των αυτών αγίων λειψάνων». Και κατά τον Νικηφόρον
Κάλλιστον103 «οπηνίκα και τα εγκαίνια του νεώ των αγίων αποστόλων
εγένετο τη εικοστή ενάτη Ιουνίου μηνός, εν οχήματι χρυσώ, Μηνά (του
Πατριάρχου) τα θεία των αποστόλων λείψανα περιαγαγόντος». Γνωστού όντος
ότι κατά την παλαιοτέραν διάταξιν η τελετή των εγκαινίων κατατέμνετο
συνεχιζομένη επί δύο ημέρας, ο εορτασμός δε των εγκαινίων της αγίας
Σοφίας παρετάθη επί του αυτού Ιουστινιανού επί ολόκληρον
δεκαπενθήμερον104, δεν θα κατηντώμεν εις υπερβολήν, εάν ελέγομεν, ότι
ολόκληρον το τελευταίον δεκαήμερον του Ιουνίου διετέθη διά την
μεγαλοπρεπή ταύτην κατάθεσιν.
Ολόκληρον το ιερόν λείψανον διεκομίσθη εις Κων/πολιν;
Δύναται εν τούτοις να τεθή ζήτημα περί του αν ολόκληρον το ιερόν
λείψανον του Αγίου Ανδρέου μετεκομίσθη εις Κων/πολιν ή μέρος μόνον
αυτού. Υπάρχουν λόγοι αρκούντως ισχυροί συνηγορούντες υπέρ του ότι
τμήματα μόνον του ιερού λειψάνου διεκομίσθησαν και κατετέθησαν εις το εν
Κων/πόλει ναόν των Αγίων Αποστόλων. Και πρωτίστως η εκδοχή αύτη εξηγεί
πληρέστατα τα όσα ο θείος Χρυσόστομος εν τη κστ” ομιλία αυτού εις την
προς Εβραίους επιστολήν παρατηρεί λέγων: «Τι δε, ειπέ μοι, του Μωϋσέως
αυτού τα οστά ουκ εν ξένη κείται; Τα δε Ααρών, τα δε του Δανιήλ, τα δε
του Ιερεμίου, τα δε των αποστόλων ουδέ ίσμεν των πολλών όπου κείται.
Πέτρου μεν γαρ και Παύλου και Ιωάννου και Θωμά δήλοι οι τάφοι. Των δε
άλλων τοσούτων όντων, ουδαμού γνώριμοι γεγόνασιν»105. Εάν ολόκληρον το
σώμα του Πρωτοκλήτου ήτο κατατεθειμένον εν τω εν Κων/πόλει ναώ των Αγίων
Αποστόλων, ο Χρυσόστομος ως Αρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως, μόλις εξήκοντα
έτη μετά την κατάθεσιν ταύτην, θα εκήρυττεν αγνοούμενον τον τόπον, όπου
παν το σώμα του αγίου Ανδρέου είχε αποθησαυρισθή;
Ετέρα ένδειξις παρέχεται εξ αυτής ταύτης της δευτέρας καταθέσεως των
τριών τιμίων λειψάνων των αγίων Ανδρέου, Λουκά και Τιμοθέου κατά τα
δεύτερα εγκαίνια του ανοικοδομηθέντος εις μέγαν ναού των Αγίων
Αποστόλων. Κατά την μεγαλοπρεπή πομπήν και λιτανείαν, την επί τη
μεταφορά των τριών ιερών λειψάνων εις τον εκ δευτέρου εγκαινιαζόμενον
ναόν, όπως κατατεθώσι και πάλιν εις αυτόν, μόνος ο Πατριάρχης Μηνάς, επί
χρυσού φορείου καθήμενος, κρατεί τα λείψανα ταύτα. Εάν ταύτα ήσαν
ολόκληρα, ασφαλώς δεν θα επήρκει μόνος ο Μηνάς προς μεταφοράν αυτών.
Τρίτην ένδειξιν έχομεν εξ αυτού του παλαιού της Κων/πόλεως
συναξαρίου, το οποίον, ενώ εξ ενός μαρτυρεί επανειλημμένως περί της κατά
τον Δ” αιώνα μεταφοράς του τιμίου λειψάνου του αγίου Ανδρέου εις
Κων/πολιν και της καταθέσεως αυτού εις τον ναόν των Αγίων Αποστόλων, εξ
άλλου αναφέρει, ότι ο κατά τον Θ” αιώνα ακμάσας Ιωάννης ο Υμνογράφος «εν
τοις ορίοις της Θεσσαλονίκης γενόμενος, λείψανον ευρών του αγίου
αποστόλου Ανδρέου έλαβε και ναόν επ” ονόματι αυτού εδομήσατο»106.
Εξ άλλου κατά τους χρόνους τους προ της αλώσεως της Κων/πόλεως υπό
των Τούρκων, ίσως δε και προ της υπό των Σταυροφόρων καταλήψεως αυτής, η
τιμία κάρα του Πρωτοκλήτου φέρεται υπάρχουσα εν Πάτραις. Κατά δε το
μνημονευθέν συναξάριον, ο όσιος Φαντίνος, ελθών εις Κόρινθον «τας Αθήνας
καταλαμβάνει το ιερόν και άγιον τέμενος της Θεοτόκου προσκυνήσων και
του τιμίου Ανδρέου το λείψανον ασπασόμενος»107, τουθ” όπερ υποδηλοί, ότι
εγγύς της Κορίνθου και των Αθηνών υπήρχε λείψανον του αγίου Ανδρέου.
Εις ταύτα δέον να προστεθή και το ότι και εν τω αγίω Όρει και αλλαχού
της Ελλάδος μοναί εκ Κων/πόλεως προικοδοτηθείσαι παρουσιάζουσι μεταξύ
των ιερών κειμηλίων αυτών και λείψανα του αγίου Ανδρέου108.
Τέλος υπάρχουν, καθώς θα ίδωμεν, και εκ της Δύσεως παραδόσεις
αρκούντως ενωρίς κυκλοφορήσασαι, κατά τας οποίας ιερά λείψανα του
Πρωτοκλήτου διεκομίσθησαν και μέχρι των βορειοτέρων εσχατιών αυτής.
Ταύτα πάντα πείθουσιν, ότι ουχί ολόκληρον το λείψανον του Πρωτοκλήτου
μετεφέρθη εις την Κων/πολιν, αλλά μόνον τμήματα αυτού.
Παράδοσις της μεταφοράς ιερών λειψάνων του Πρωτοκλήτου εις Σκωτίαν
Παλαιά παράδοσις, εκ Δύσεως προερχομένη, ποιείται λόγον περί
μεταφοράς ιερών λειψάνων του αγίου Ανδρέου εις Σκωτίαν. Εκδόσεις της
παραδόσεως ταύτης υπάρχουν διάφοροι. Διότι άλλοι μεν τοποθετούν την
μεταφοράν ταύτην εις Σκωτίαν επί των χρόνων Θεοδοσίου του Μικρού μεταξύ
των ετών 408 και 450. Άλλοι καταβιβάζουν αυτήν μέχρι του ενάτου αιώνος,
επί των ημερών του Ούγγου, βασιλέως των Πικτών. Και άλλοι αναβιβάζουν
ταύτην εις αυτήν την εποχήν, κατά την οποίαν εγένετο και εκ Πατρών η
μετακομιδή του αγίου λειψάνου εις την Κων/πολιν109. Κατά την εν τω
Σκωτικώ Χρονικώ αφήγησιν του Σκώτου χρονογράφου Ιωάννου Fordum, όταν
επρόκειτο να παραληφθή κατά διαταγήν του Κωνσταντίου το λείψανον του
Πρωτοκλήτου εκ Πατρών, άγγελος Κυρίου επιφανείς καθ” ύπνους εις τον
μοναχόν ή κατ” άλλην παράδοσιν επίσκοπον Ρέγουλον, παρήγγειλεν εις αυτόν
να αφαιρέση εκ των ιερών λειψάνων τρεις δακτύλους εκ της δεξιάς χειρός,
μίαν ωμοπλάτην, ένα οδόντα και την μίαν επιγονατίδα. Κατά νέαν δε
εντολήν του αγγέλου, επιβιβασθείς ο Ρέγουλος επί πλοίου προς άγνωστον
κατεύθυνσιν εναυάγησε, διασωθείς μετά των ιερών λειψάνων εις λιμένα της
Σκωτίας εν πόλει καλουμένη τότε Mucros, μετέπειτα δε, περί το έτος 518,
αναχθείση εις πρωτεύουσαν των Σκώτων και μητέρα πασών των εν Σκωτία
εκκλησιών, ήτις μετωνομάσθη εις Ανδρεόπολιν110.
Ότι όμως μετακομιδή λειψάνων του Αγίου Ανδρέου εις Σκωτίαν
παρουσιάζεται σφόδρα απίθανος, δύναταί τις να συναγάγη τόσον εκ της
συγχύσεως των χρονολογιών (τω 395 κατά τους μεν, 518 κατά τους δε, κατά
τον Θ” αιώνα κατ” άλλους) και του τόπου (Πάτραι ή Κων/πολις) εκ του
οποίου φημολογείται η μετακομιδή, όσον και εκ του ξενικού ονόματος του
Ρεγούλου. Γεννάται όμως το ερώτημα: Εκ ποίας λοιπόν αιτίας ο προστάτης
της πόλεως των Πατρών εγένετο και προστάτης της Σκωτίας; Τινές
ανεζήτησαν την αιτίαν της τοιαύτης ευλαβείας των Σκώτων εις την
καταγωγήν των Πικτών, θεωρήσαντες τούτους ως φύλον συγγενές προς τους
Σκύθας, εις τους οποίους, ως είδομεν, εκήρυξεν ο άγιος Ανδρέας κατά
παλαιοτάτην παράδοσιν και υπό του Ωριγένους υιοθετηθείσαν. Αλλ” η εκδοχή
αύτη εθεωρήθη απίθανος και απαράδεκτος. Ετέρα υπόθεσις, την οποίαν
εισηγείται ο αείμνηστος Στεφ. Θωμόπουλος111, παρουσιάζεται περισσότερη
πιθανή. Κατ” αυτήν, αποικία εκ Πατρών περί τον Δ” αιώνα αναχωρούσα
μετέδωκε τοις εν Σκωτία εγχωρίους παραδόσεις και έθιμα ελληνικά και
ενδυμασίαν μεταποιηθείσαν λόγω του κλίματος. Η γνώμη αύτη παρουσιάζεται
μετ” ουχί ασθενών ερεισμάτων, εάν είναι ακριβές, ότι μετά του Ούγγου
συνεβασίλευσεν επί των Πικτών και έτερός τις καλούμενος Αχαιός.
Πρέπει εν τούτοις να έχωμεν υπ” όψιν ότι η προς τον απόστολον Ανδρέα
τιμή εις τας Αγγλικάς νήσους προήλθε και εξ επιδράσεως της Ρώμης. Ήδη ο
πάπας Σιμπλίκιος (περί το 470) αναφέρεται, ότι ετέλεσεν εγκαίνια
βασιλικής εν Ρώμη εις τιμήν του αγίου Ανδρέου, ολίγον δε βραδύτερον
(περί το 500) ο πάπας Σύμμαχος μετέτρεψε το Vestiarium του Νέρωνος εις
ναόν, φέροντα την ονομασίαν «Αγίου Ανδρέου επι του Σταυρού»112. Ο
Αυγουστίνος δε, ο αποσταλείς κατά τον Ζ” αιώνα εις Αγγλίαν υπό του Πάπα
ως αρχιεπίσκοπος Καντερβουργίας, προήρχετο εκ του εν τω λόφω Καιλίω της
Ρώμης μοναστηρίου του Αγίου Ανδρέου και ενέπνευσε εις τον βασιλέα
Edilbert να ανεγείρη ναόν εις Rochester προς τιμήν του Πρωτοκλήτου. Εις
τον Αυγουστίνον δε τούτον πολλοί εκ των νεωτέρων αποδίδουν την μεγάλην
παρά τοις Άγγλοις δημοτικότητα του αποστόλου Ανδρέου, της οποίας την
έκτασιν δύναταί τις να υπολογίση, εάν λάβη υπ” όψιν ότι, κατά τον ΙΑ”
αιώνα είχον κτισθή εις Αγγλίαν εις τιμήν του Πρωτοκλήτου περί τους 800
ναούς113.
Η εις Αμάλφην μετακομιδή
Εξ ολοκλήρου λατινικής προελεύσεως, μη έχουσα ουδέν έρεισμα επί
συγχρόνων βυζαντινών πηγών και μαρτυριών, τυγχάνει και άλλη τις
παράδοσις αναφερομένη εις μετακομιδήν των ιερών λειψάνων του αγίου
Ανδρέου εις Ιταλίαν. Κατά την παράδοσιν δηλαδή ταύτην, μεταξύ των
λειψάνων, άτινα μετά την υπό των Λατίνων άλωσιν της Κων/πόλεως ήρπασαν
ούτοι εν έτει 1204, ήτο και το ιερόν λείψανον του αποστόλου Ανδρέου, το
οποίον ο καρδινάλιος του αγίου Μαρκέλλου Πέτρος ο από Καπύης, αφαιρέσας
από το εν Κων/πόλει ναόν των Αγίων Ασποστόλων απέστειλεν εις την
Ιταλικήν Αμάλφην, όπου και κατετέθη το 1208 εις τον εκεί ναόν του αγίου
Ανδρέου, ως ιστορεί ο εξ Αμάλφης αρχιδιάκονος Ματθαίος114.
Καταχωρηθέν δε το λείψανον υπό των υποδεχθέντων αυτό εις βαθύ μέρος
της Εκκλησίας ταύτης, εν τέλει ηγνοήθη, διότι τον ασφαλή τόπον, εν τω
οποίω απεκρύβη, ετήρησαν διά τον φόβον της κλοπής μυστικόν οι
παραλαβόντες αυτό και απέθανον πριν ή γνωστοποιήσωσι τούτο εις τους
επιζώντας. Το ότι όμως ηγνοήθη ο τόπος της καταθέσεως του ιερού
λειψάνου, επί πλέον δε και το ότι νεώτεροι εν Ρώμη λόγιοι οι Ιωσήφ
Θωμαζέτος και Ιωάννης Σιμέρια επληροφόρησαν τον αοίδιμον Στεφ.
Θωμόπουλον115, ότι ουχί το σώμα ολόκληρον του Πρωτοκλήτου, αλλ” απλά
λείψανα ευρίσκονται εν Αμάλφη, παρουσιάζουν ύποπτον και ουχί επί
αδιασείστων τεκμηρίων βασιζομένην την περί της μεταφοράς ταύτης
παράδοσιν.
Η εις Ρώμην μεταφορά της τιμίας κάρας του Πρωτοκλήτου
Περισσότερον ενδιαφέρουσα, επιβεβαιουμένη δε και υπό ελληνικών πηγών,
παρουσιάζεται η είδησις της μεταφοράς της τιμίας κάρας του Πρωτοκλήτου
εκ Πατρών εις Αγκώνα και εκείθεν εις Ρώμην. Πώς ευρέθη πάλιν εις Πάτρας η
τιμία αύτη κάρα, παραμένει άγνωστον. Πιθανολογείται μόνον, ότι απεστάλη
εκ Κων/πόλεως υπό Βασιλείου του Μακεδόνος (867-884) τη μεσιτεία και
παρακλήσει της πλουσιωτάτης ευνοουμένης αυτού και αριστοκράτιδος των
Πατρών δεσποίνης Δανιηλίδος, ως δώρον εις τον ναόν του Πρωτοκλήτου, εις
τον οποίον ο Βασίλειος, ότε συνώδευσεν εις Πάτρας τον αυτοκράτορα
Θεόφιλον, ως απλούς στρατιώτης και ιπποκόμος, είχε προσέλθει, ίνα
προσκυνήση τον τάφον του αποστόλου και όπου ήκουσε παρά μοναχού τινος
πρόρρησιν αναφερομένην εις την μέλλουσαν άνοδον αυτού επί του
αυτοκρατορικού θρόνου116. Όπως όμως είδομεν, εν τη δευτέρα καταθέσει των
τιμίων λειψάνων των αγίων Ανδρέου, Λουκά και Τιμοθέου, τη γενομένη κατά
την υπό του Ιουστινιανού ανοικοδόμησιν του ναού των αγίων Αποστόλων, τα
ιερά λείψανα και των τριών τούτων αγίων εφέροντο υπό μόνου του
Πατριάρχου Μηνά και πιθανώς δεν ήσαν ολόκληρα. Πιθανώτερον λοιπόν είναι,
ότι ήδη επί του Ιουστινιανού η τιμία κάρα του Πρωτοκλήτου δεν υπήρχε
εις Κων/πόλιν.
Οπωσδήποτε αύτη κατά τους χρόνους της αλώσεως της Κων/πόλεως υπό των
Τούρκων, εφυλάσσετο εις τον εν Πάτραις ναόν αυτού. Ότε δε επρόκειτο να
περιέλθουν και αι Πάτραι εις χείρας των Τούρκων, ότε δε επρόκειτο να
περιέλθουν και αι Πάτραι εις χείρας των Τούρκων, συναπεκόμισε ταύτην
μεθ” εαυτού ο Θωμάς Παλαιολόγος τη 16 Νοεμβρίου 1460 φεύγων εκ Πατρών
εις τον Αγκώνα και εκείθεν εις την Ρώμην, όπου κατά το δεύτερον έτος της
αρχιερωσύνης του πάπα Πίου του δευτέρου έδωκεν εις αυτόν «την κεφαλήν
του λειψάνου του αγίου και Πρωτοκλήτου Ανδρέου, κακείνος αυτώ προς το
μόλις ζην μετά των αυτού εδωρήσατο την μόνην και αναγκαίαν τροφήν»117.
Ταύτα κατά τον Φραντζήν. Κατ” άλλας δε λατινικάς πληροφορίας, ο Πίος
παρεχώρησεν εις τον Θωμάν κατοικίαν εν τη μονή του αγίου Πνεύματος (In
Sassia), παρέσχε δε εις αυτόν χορηγίαν κατ” έτος τριακοσίων σκούδων, εις
τα οποία οι καρδινάλιοι προσέθεσαν και έτερα διακόσια, έτι δε και η
Βενετία ώρισεν υπέρ αυτού επίδομα πεντακόσια δουκάτα. Επί πλέον ο Πάπας
θέλων να τιμήση τον Θωμάν ως ηγεμόνα, απένειμεν εις αυτόν πανηγυρικώς τη
15 Μαρτίου 1461 το παράσημον του χρυσού ρόδου, όπερ εφέρετο υπ” αυτού
του Πάπα άπαξ του έτους εν πανηγυρική πομπή την Δ” Κυριακήν των Νηστειών
κατά την θείαν λειτουργίαν, απενέμετο δε κυρίως εις ηγεμόνας118. Και
ταύτα μεν ως προς τον Θωμάν.
Ως προς δε την κάραν του αγίου Ανδρέου, παρελήφθη αύτη άμα τη
αποβιβάσει του Θωμά εις Αγκώνα υπό του καρδιναλίου της αγίας Σωσάννης
Αλεξάνδρου Ολίβα, επίτηδες σταλέντος εκεί υπό του Πάπα και ήχθη εις την
φύσει οχυράν πόλιν Ναρνίαν, κατασφαλισθείσα εν ευκτηρίω οίκω εκτισμένω
εντός του φρουρίου της πόλεως. Εν τω ευκτηρίω τούτω οίκω εφυλάχθη η κάρα
του αποστόλου από των αρχών του 1461 επί ολόκληρον έτος και μήνάς
τινας, έως ότου αποκατασταθείσης της τάξεως και της ασφαλείας των
περιχώρων της Ρώμης, τρομοκρατουμένων υπό δεινών επιδρομών, εγένετο η
ανακομιδή εις Ρώμην κατ” Απρίλιον του 1462. Από της πόλεως Ναρνίας
παρέλαβον την κάραν τρεις καρδινάλιοι, εις των οποίων ήτο και ο
Βησσαρίων, και την Κυριακήν των Βαΐων, 12 Απριλίου, έφθασαν ούτοι εις
απόστασιν δύο χιλιομέτρων από της Ρώμης, παρά την Μουλβίαν γέφυραν,όπου
ήτο εκτισμένος πύργος, εντός του οποίου κατετέθη η ιερά κάρα,
προκειμένου εν ιερά πομπή και λιτανεία να μεταφερθή αύτη την επομένην
εις την Ρώμην. Και εφάνη μεν κατά την νύκτα λόγω ενσκηψάσης καταιγίδος
ότι θα ανεβάλλετο η λιτανευτική και πομπώδης μεταφορά. Αλλά την πρωΐαν,
ως εκ θαύματος, αποδοθέντος εις τον άγιον Ανδρέαν, παρουσιάσθη αίθριος ο
ουρανός και επέλαμψε λαμπρός ο ήλιος. Ούτω δεν ημποδίσθη η πανυγηρική
μεταφορά. Έφιππος πομπή, της οποίας προηγούντο οι τρείς καρδινάλιοι,
ηκολούθουν δε ο Πάπας μετ” άλλων δεκατεσσάρων καρδιναλίων και σύμπαντος
του κλήρου, και συμμετείχον οι αντιπρόσωποι των ηγεμόνων και οι
προύχοντες της Ρώμης, εξεκίνησεν εκ της πόλεως και διελθούσα διά της
Φλαμινίας οδού, έφθασε προ του παρά την Μουλβίαν γέφυραν πύργου.
Αφιππεύσαντες δε πάντες κατά παραγγελίαν του Πάπα και περιβληθέντες οι
καρδινάλιοι και οι ιερείς λευκάς στολάς, επροχώρησαν προς την επί τούτω
εστημένην εξέδραν, όπου ο Πάπας παρέλαβε κλαίων από τας χείρας του
Βησσαρίωνος, κλαίοντος και τούτου, το ιερόν λείψανον119. Η πομπή ήδη
ετράπη πεζή προς την Ρώμην. Η κάρα του αποστόλου εβαστάζετο υπό του
Πάπα, υπό του Πάπα, περιστοιχιζομένου υπό πλήθους λαμπάδων και
ακολουθουμένου υπό των καρδιναλίων, των επισκόπων και του ιερατείου,
φερόντων πάντων μετά του συρρέοντος πλήθους βαΐα εις τας χείρας. Όταν δε
έφθασαν προ της πύλης της πόλεως, απετέθη το ιερόν λείψανον εν τη
εκκλησία της Παναγίας του Λαού, προκειμένου να συνεχισθή η εκτέλεσις του
προγράμματος της λιτανευτικής μεταφοράς την επομένην ημέραν. Και
ηπειλήθη μεν πάλιν κατά την νύκτα λόγω νέας καταιγίδος η αναβολή της
λιτανείας, αλλά και πάλιν την πρωΐαν εγένετο αίθριος ο ουρανός. Ούτω
περί την πρώτην μεταμεσημβρινήν ώραν εκκινήσασα η πομπή, έχουσα επί
κεφαλής τον Πάπαν επί χρυσού επιβαίνοντα φορείου, κατέληξεν εις την
πλατείαν του αγίου Πέτρου, ήτις ήτο κατάμεστος λαού. Προχωρήσας δε ο
Πάπας εις τον ναόν, εντός του οποίου συνωθείτο πυκνόν πλήθος, κατέθηκε
την ιεράν κάραν επί του βωμού, υπό τον οποίον έκειντο, κατά την
παράδοσιν, τα ιερά λείψανα των αποστόλων Πέτρου και Παύλου120. Μετά την
τελετήν ταύτην η ιερά κάρα παρελήφθη υπό του Πάπα εις την ιδίαν του
κατοικίαν, όπως φυλαχθή εν τω φρουρίω του Αρχαγγέλου, μέχρι της
παρασκευής χώρου καταλλήλου εν τω αγίω Πέτρω. Του χώρου τούτου
κατασκευασθέντος τη 17 Ιουνίου 164, ετελέσθη επισήμως εν τω ευκτηρίω του
πάπα Πίου η τοποθέτησις της τιμίας κάρας εντός επίτηδες
κατασκευασθείσης αργυράς λειψανοθήκης και η κατάθεσις αυτής εν τω εις
τον ναόν του Αγ.Πέτρου ετοιμασθέντι τόπω. Έκτοτε δε η κατάθεσις αύτη
επανηγυρίζετο επισήμως εν τω αγίω Πέτρω εκάστην Κυριακήν του Ιουνίου121.
Αι Πάτραι δεν εχωρίσθησαν του προστάτου των
Ούτω η πρωτεύουσα της Πελοποννήσου άμα τη εφαπλώσει του σκοτεινού
πέπλου της δουλείας και επ” αυτήν, εστερήθη και του τελευταίου πολυτίμου
τμήματος του ιερού λειψάνου του Πρωτοκλήτου και προστάτου της. Δεν
έπαυσαν όμως οι κάτοικοι αυτής να τιμώσι τον διά του αίματος αυτού
καθαγιάσαντα το χώμα της πατρίδας των απόστολον. Της ευλαβούς ταύτης
τιμής εκδήλωσις υπήρξε το ότι ευθύς άμα τη απελευθερώσει του πρώτου
τμήματος της Ελληνικής Πατρίδος και αρχομένου του έτους 1835,
συνεκρότησαν επιτροπήν προς συλλογήν εράνων, ίνα ανεγερθή «οικοδομή
λαμπροτάτη και ανάλογος του σεβασμού και της οφειλομένης ευλαβείας προς
τον Πρωτόκλητον απόστολον», «τον οποίον η πόλις αύτη (των Πατρών) τιμά
ως προστάτην και έφορόν της». Πράγματι δε η οικοδομή του σημερινού ναού,
αρξαμένη από του έτους 1836, απεπερατώθη κατά το έτος 1845122.
Αλλά και ο Πρωτόκλητος απόστολος οιονεί αναγνωρίζων ως δευτέραν
πατρίδα αυτού τας Πάτρας και αναζητών να επανέλθη και αισθητότερόν πως
εις αυτήν, επιβραβεύων δε και τον εις αυτόν εκδηλούμενον σεβασμόν των
Πατρέων, ενέπνευσε την ευλαβή διάθεσιν εις τον κατά Νοέμβριον του 1847
επισκεφθέντα εις προσκύνησιν του τάφου του Πρωτοκλήτου τας Πάτρας Ρώσσου
αυλικού Ανδρέου Μουράβιεφ, ίνα δωρήσηται εις τον ναόν του αποστόλου
τεμάχιόν τι εκ του δακτύλου του Πρωτοκλήτου, όπερ είχε παραλάβει εκ του
εν αγίω Όρει εφησυχάζοντος επισκόπου πρώην Μοσχονησίων Καλλινίκου123.
Διά της προσκτήσεως του ιερού τούτου λειψάνου, η ήδη διά του από της
26 Νοεμβρίου του έτους 1836 ψηφίσματος του δημοτικού συμβουλίου
αποφασισθείσα «λιτανεία επακολουθουμένη από την δημοτικήν αρχήν και από
τον λαόν»124, προσέλαβεν ιδιαιτέραν λαμπρότητα. Και κατηργήθη μεν από
του έτους 1868 υπό του τότε Αρχιεπισκόπου Πατρών και Ηλείας Κυρίλλου
Χαιρωνίδου, ένεκα εκτρόπων λαμβανόντων χώραν μεταξύ σωματείων
φιλονικούντων τίνος εξ αυτών τα μέλη θα υπεβάσταζαν την εικόνα κατά την
περιαγωγήν αυτής εν τη λιτανεία, επανασυνέστη όμως από του 1930,
διεξαγομένη μετά πάσης λαμπρότητος. Ευκταίον μόνον θα ήτο λόγω των
ανωμαλιών, τας οποίας τη 30η Νοεμβρίου εμφανίζει συνήθως ο καιρός,
επαπειλών ουχί σπανίως την ματαίωσιν της λιτανείας, να μετετίθετο αύτη
εις μίαν των ημερών, είτε του πρώτου δεκαημέρου του Μαρτίου, είτε του
τελευταίου δεκαημέρου του Ιουνίου, εις ανάμνησιν και των εν Κων/πολει
μεγαλοπρεπών κατά τας ημερομηνίας ταύτας καταθέσεων των ιερών λειψάνων
εις τον εκεί ιερόν ναόν των αγίων Αποστόλων.
ΠΗΓΗ.ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ
0 comments:
Post a Comment