Πριν μερικά χρόνια σε ένα χωριουδάκι σκαρφαλωμένο στα 1.300 μέτρα, ζούσε ο Πέτρος με τη μητέρα του. Ήταν φτωχός κι ορφανός,κι έτσι έπρεπε να βοηθάει όσο μπορούσε για να ζήσουν. Το καλοκαίρι κάθε πρωί ανέβαζε τις κατσίκες του χωριού ψηλά στα όμορφα δροσερά λιβάδια να βοσκήσουν.
Εκεί πάνω χαιρόνταν ξένιαστα τη φύση και είχε μάθει να αγαπάει περισσότερο τον Θεό που τη δημιούργησε. Πόσο όμορφα τα είχε κάνει όλα, τα πανύψηλα έλατα και τα πολύχρωμα αγριολούλουδα. Το χειμώνα όταν το χιόνι σκέπαζε τα σπίτια και τις πλαγιές και τα ζώα έμεναν μέσα, ο Πέτρος έβρισκε τον καιρό να πάει στο σχολείο.Αγαπούσε τα γράμματα και διάβαζε πολύ για να φτάσει τα άλλα παιδιά.
Ήταν υπάκουος κι ευγενικός με όλους και οι δάσκαλοι του φερόντουσαν με καλοσύνη. Μία μέρα,στο σχολείο του μικρού χωριού έφτασε ο επιθεωρητής. Μπήκε στην τάξη του Πέτρου. Ζήτησε από τα παιδιά να κάνουν ανάγνωση,τους ρώτησε ιστορία και αριθμητική και τέλος έφτασε και στα θρησκευτικά.
-Ποιός ξέρει να μου πει,παιδιά την πέμπτη εντολή;
Σώπασαν τα παιδιά αλληλοκοιτάχτηκαν και κατέβασαν το κεφάλι. Δειλά ο Πέτρος σήκωσε το χέρι του.
-Κύριε,εγώ δεν ξέρω να πω την πέμτη εντολή όπως είναι γραμμένη, αλλά μπορώ να την πω όπως την καταλαβαίνω.
-Πες την όπως μπορείς,τον ενθάρρυνε ο επιθεωρητής.
-Μια φορά,άρχισε ο Πέτρος,είχαν έρθει στο χωριό δύο ξένοι ορειβάτες.
Ήθελαν να ανέβουν σε μία δύσκολη κορυφή, αλλά δεν ήξεραν το δρόμο.
Ζήτησαν λοιπόν κάποιον οδηγό και τότε εγώ,επειδή ξέρω εκείνα τα μονοπάτια, προθυμοποιήθηκα να τους πάω.Όταν φτάσαμε στην κορυφή οι ξένοι πρόσεξαν πως τα πόδια μου ήσαν πληγωμένα.
-Γιατί μικρέ δεν φοράς παπούτσια;με ρώτησαν.
-Δεν έχω παπούτσια,κύριε,είμαστε φτωχοί.
Οι ξένοι τότε μου έδωσαν αρκετά χρήματα για να πάρω παπούτσια. Αλλά εγώ,επειδή ήξερα ότι η μητέρα μου δεν είχε παπούτσια,αγόρασα για εκείνη και όχι για μένα.
Συγκινημένος ο επιθεωρητής είπε:
-Μπράβο παιδί μου,έτσι θέλει ο Θεός να εφαρμόζουμε την πέμπτη εντολή. Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου,για να ευτυχήσεις και να ζήσεις πολλά χρόνια πάνω στη γη.
0 comments:
Post a Comment