Οταν ἤμουν μαθητής εἶχα διαβάσει τήν ἑξῆς ἱστοριούλα.
Σ’ ἕνα ξερονήσι ὑπῆρχε ἕνας φάρος καί σ’ αὐτόν τόν φάρο φαροφύλακας ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πτωχός, οἰκογενειάρχης, πού ἔπαιρνε ἀσφαλῶς τό μισθουδάκι του, ἀλλά ψάρευε κιόλας καί τόν κόπο τῆς ἐργασίας του τόν μετέφερε ἐκεῖ, σ’ ἕνα κοντινό νησί. Πήγαινε τακτικά. Πολλές φορές, ὅμως, ἀργοῦσε νά ἐπιστρέψει. Καμιά φορά τό χρῆμα παρασέρνει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει νά παραστρατήσει. Πήγαινε κάθε τόσο σέ κάποιο καπηλειό κι ἐκεῖ ξόδευε τά χρήματά του. Ἡ γυναίκα καί τό μικρό του παιδί τόν περίμεναν στό σπίτι μέ ἀνησυχία πολλές φορές.
Ἡ γυναίκα ἦταν πιστή. Καί συχνά προσευχόταν μέ τόν γιό της καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά προστατεύει τόν σύζυγό της καί νά τόν σώσει ἀπό τό πάθος κι ἀπ’ τό ξεστράτισμά του αὐτό, ἀλλά χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα.
Ἦταν μιά χειμωνιάτικη νύχτα. Κι ἐκεῖνος ἄργησε νά ’ρθεῖ. Τό χιόνι ἔπεφτε πυκνό. Ἡ ἀνεμοθύελλα μαινόταν. Καί ἡ ἀνησυχία τῆς μάνας καί τοῦ μικροῦ παιδιοῦ ἦταν μεγάλη. Ὁ πατέρας δέν φαινόταν. Ἔκαναν τήν προσευχή τους μάνα καί παιδί καί πῆγαν νά κοιμηθοῦν. Μά ἡ μάνα δέν ἔκλεισε μάτι. Οὔτε καί τό μικρό παιδί.
Ξέρετε ἐσεῖς τά δράματα τέτοιων οἰκογενειῶν πού οἱ ἄνδρες μεθοῦν καί χαρτοπαίζουν καί ξεστρατίζουν.
Ὅμως τό μικρό παιδί εἶχε μιά ἀγωνία. Κρυφά, χωρίς νά τό ἀντιληφθεῖ ἡ μάνα του, ἅρπαξε τό κλεφτοφάναρο τῆς θυέλλης, τόν φανό, τόν ἄναψε σιγά-σιγά καί κατηφόρισε πρός τό μονοπάτι ἐκεῖνο πού θά περνοῦσε ὁ πατέρας.
Προχώρησε καί ὑψώνοντας τό φανάρι φώναζε δυνατά:
– Πατέρα!… Πατέρα!… Ἔλα! Ἀπό δῶ εἶναι ὁ δρόμος.
Νόμισε τό παιδάκι πώς ἀπό μακριά ἄκουσε τόν παφλασμό τῆς βάρκας καί σκέφτηκε πώς ὁ πατέρας του ἦταν κάπου ἐκεῖ κοντά.
Δέν ἔπεσε ἔξω. Μεθυσμένος καί ναρκωμένος ἀπ’ τό μεθύσι ὁ πατέρας σάν νά ξύπνησε. Σάν νά ἄκουσε τήν φωνή τοῦ παιδιοῦ του. Γύρισε τά κουπιά του καί στράφηκε πρός τό μέρος πού εἶδε τό φῶς καί ἄκουσε τήν φωνή. Προχώρησε. Ἔφθασε στήν ἄκρη, ἔδεσε τήν βάρκα καί τρεκλίζοντας ἄρχισε νά περπατάει. Τό χιόνι εἶχε κλείσει τό μονοπάτι. Κι ἐκεῖ πού προχωροῦσε, σκόνταψε πάνω σέ κάτι. Ἦταν τό νεκρό παιδί του, τό δικό του παιδί πού ἀπό τό κρύο καί τήν παγωνιά ἔπεσε λιπόθυμο καί ξεψύχησε.
Ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ τόν ξύπνησε ἀπό τό μεθύσι. Τό φορτώθηκε στίς πλάτες κι ἀνέβηκε στό σπίτι. Τίς τραγικές σκηνές πού ἐπακολούθησαν μπορεῖτε νά τίς ἀντιληφθεῖτε. Τραγικός ὁ πατέρας. Τραγική καί ἡ μάνα. Μπροστά στό νεκρό παιδί ὁ πατέρας ἔδωσε μιά ὑπόσχεση.
– Παιδί μου, εἶπε, ὁ θάνατός σου μοῦ ἄνοιξε τόν δρόμο. Ἀπό σήμερα καί πέρα δέν θά ξαναβάλω πιοτό στό στόμα καί οὔτε θά ξαναπάω στόν δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Ἀπό σήμερα καί πέρα θά γίνω ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Εἰλικρινῶς μετανόησε καί ἡ αἰτία τῆς μετανοίας του ἦταν ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ του.
Ἕνα περιστατικό πού δέν λέει καί πολλά πράγματα μπροστά στό μεγάλο, τό συγκλονιστικό γεγονός πού ἕνα ἄλλο φανάρι, ὄχι ἕνα παιδί ἀλλά ἕνας Θεάνθρωπος ἄναψε πάνω στόν Γολγοθᾶ καί φώναξε ἀπό τήν κορυφή στά πέρατα τοῦ κόσμου:
– Παιδιά μου! Ἄνθρωποι! Ἀδέλφια μου, ἐλᾶτε! Ἀπό δῶ εἶναι ὁ δρόμος.
Καί ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέδωσε τήν τελευταία Του πνοή καί μᾶς καλεῖ ὅλους στόν δρόμο τόν χριστιανικό. Ἑνωμένοι κάτω ἀπό τούς θόλους τῶν ἱερῶν μας ναῶν. Ἑνωμένοι μέ τήν πίστη. Ἑνωμένοι μέ τήν ἀγάπη. Ἑνωμένοι μέ τήν ἀπόφαση νά περπατήσουμε τόν δρόμο ἐκεῖνο πού χάραξε ὁ Χριστός. Γιατί Ἐκεῖνος εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή».
Σ’ ἕνα ξερονήσι ὑπῆρχε ἕνας φάρος καί σ’ αὐτόν τόν φάρο φαροφύλακας ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πτωχός, οἰκογενειάρχης, πού ἔπαιρνε ἀσφαλῶς τό μισθουδάκι του, ἀλλά ψάρευε κιόλας καί τόν κόπο τῆς ἐργασίας του τόν μετέφερε ἐκεῖ, σ’ ἕνα κοντινό νησί. Πήγαινε τακτικά. Πολλές φορές, ὅμως, ἀργοῦσε νά ἐπιστρέψει. Καμιά φορά τό χρῆμα παρασέρνει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει νά παραστρατήσει. Πήγαινε κάθε τόσο σέ κάποιο καπηλειό κι ἐκεῖ ξόδευε τά χρήματά του. Ἡ γυναίκα καί τό μικρό του παιδί τόν περίμεναν στό σπίτι μέ ἀνησυχία πολλές φορές.
Ἡ γυναίκα ἦταν πιστή. Καί συχνά προσευχόταν μέ τόν γιό της καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά προστατεύει τόν σύζυγό της καί νά τόν σώσει ἀπό τό πάθος κι ἀπ’ τό ξεστράτισμά του αὐτό, ἀλλά χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα.
Ἦταν μιά χειμωνιάτικη νύχτα. Κι ἐκεῖνος ἄργησε νά ’ρθεῖ. Τό χιόνι ἔπεφτε πυκνό. Ἡ ἀνεμοθύελλα μαινόταν. Καί ἡ ἀνησυχία τῆς μάνας καί τοῦ μικροῦ παιδιοῦ ἦταν μεγάλη. Ὁ πατέρας δέν φαινόταν. Ἔκαναν τήν προσευχή τους μάνα καί παιδί καί πῆγαν νά κοιμηθοῦν. Μά ἡ μάνα δέν ἔκλεισε μάτι. Οὔτε καί τό μικρό παιδί.
Ξέρετε ἐσεῖς τά δράματα τέτοιων οἰκογενειῶν πού οἱ ἄνδρες μεθοῦν καί χαρτοπαίζουν καί ξεστρατίζουν.
Ὅμως τό μικρό παιδί εἶχε μιά ἀγωνία. Κρυφά, χωρίς νά τό ἀντιληφθεῖ ἡ μάνα του, ἅρπαξε τό κλεφτοφάναρο τῆς θυέλλης, τόν φανό, τόν ἄναψε σιγά-σιγά καί κατηφόρισε πρός τό μονοπάτι ἐκεῖνο πού θά περνοῦσε ὁ πατέρας.
Προχώρησε καί ὑψώνοντας τό φανάρι φώναζε δυνατά:
– Πατέρα!… Πατέρα!… Ἔλα! Ἀπό δῶ εἶναι ὁ δρόμος.
Νόμισε τό παιδάκι πώς ἀπό μακριά ἄκουσε τόν παφλασμό τῆς βάρκας καί σκέφτηκε πώς ὁ πατέρας του ἦταν κάπου ἐκεῖ κοντά.
Δέν ἔπεσε ἔξω. Μεθυσμένος καί ναρκωμένος ἀπ’ τό μεθύσι ὁ πατέρας σάν νά ξύπνησε. Σάν νά ἄκουσε τήν φωνή τοῦ παιδιοῦ του. Γύρισε τά κουπιά του καί στράφηκε πρός τό μέρος πού εἶδε τό φῶς καί ἄκουσε τήν φωνή. Προχώρησε. Ἔφθασε στήν ἄκρη, ἔδεσε τήν βάρκα καί τρεκλίζοντας ἄρχισε νά περπατάει. Τό χιόνι εἶχε κλείσει τό μονοπάτι. Κι ἐκεῖ πού προχωροῦσε, σκόνταψε πάνω σέ κάτι. Ἦταν τό νεκρό παιδί του, τό δικό του παιδί πού ἀπό τό κρύο καί τήν παγωνιά ἔπεσε λιπόθυμο καί ξεψύχησε.
Ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ τόν ξύπνησε ἀπό τό μεθύσι. Τό φορτώθηκε στίς πλάτες κι ἀνέβηκε στό σπίτι. Τίς τραγικές σκηνές πού ἐπακολούθησαν μπορεῖτε νά τίς ἀντιληφθεῖτε. Τραγικός ὁ πατέρας. Τραγική καί ἡ μάνα. Μπροστά στό νεκρό παιδί ὁ πατέρας ἔδωσε μιά ὑπόσχεση.
– Παιδί μου, εἶπε, ὁ θάνατός σου μοῦ ἄνοιξε τόν δρόμο. Ἀπό σήμερα καί πέρα δέν θά ξαναβάλω πιοτό στό στόμα καί οὔτε θά ξαναπάω στόν δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Ἀπό σήμερα καί πέρα θά γίνω ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Εἰλικρινῶς μετανόησε καί ἡ αἰτία τῆς μετανοίας του ἦταν ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ του.
Ἕνα περιστατικό πού δέν λέει καί πολλά πράγματα μπροστά στό μεγάλο, τό συγκλονιστικό γεγονός πού ἕνα ἄλλο φανάρι, ὄχι ἕνα παιδί ἀλλά ἕνας Θεάνθρωπος ἄναψε πάνω στόν Γολγοθᾶ καί φώναξε ἀπό τήν κορυφή στά πέρατα τοῦ κόσμου:
– Παιδιά μου! Ἄνθρωποι! Ἀδέλφια μου, ἐλᾶτε! Ἀπό δῶ εἶναι ὁ δρόμος.
Καί ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέδωσε τήν τελευταία Του πνοή καί μᾶς καλεῖ ὅλους στόν δρόμο τόν χριστιανικό. Ἑνωμένοι κάτω ἀπό τούς θόλους τῶν ἱερῶν μας ναῶν. Ἑνωμένοι μέ τήν πίστη. Ἑνωμένοι μέ τήν ἀγάπη. Ἑνωμένοι μέ τήν ἀπόφαση νά περπατήσουμε τόν δρόμο ἐκεῖνο πού χάραξε ὁ Χριστός. Γιατί Ἐκεῖνος εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή».
Πηγή: (†) Ἀρχιμ. Θεοφίλου Ζησοπούλου, Ἡ Δύναμη τῆς καρδιᾶς, Ἐκδόσεις Ο.Χ.Α. ΛΥΔΙΑ.
0 comments:
Post a Comment