Μαρτύρησε στις 21 Μαΐου 1730 στο Ουσάκι της Φιλαδέλφειας, την ημέρα της Αναλήψεως του Κυρίου.
Ο Άγιος καταγόταν από τη Ρωσία. Σε νεαρή
ηλικία τον συνέλαβαν οι Τάταροι και τον πούλησαν σκλάβο σ’ ένα Τούρκο
ταμπάκη (βυρσοδέψη), ο οποίος τον πήρε στην πατρίδα του, το Ουσάκι της
Φιλαδέλφειας. Εκεί προσπαθούσε να του διδάξει μαζί με την τέχνη και τη
θρησκεία του.
Ο Άγιος πρόθυμα μάθαινε την τέχνη του
αφέντη του, την θρησκεία του όμως την αποστρεφόταν κι ας προσπαθούσε
εκείνος με τη φοβέρα, με βρισιές, με απειλές, με ξυλοδαρμούς, ακόμη και
με τη στέρηση της τροφής να κάμψει το φρόνημα του νέου.
Εικοσιεπτά ολόκληρα χρόνια υπέμενε ο
Άγιος αυτή τη συμπεριφορά του αφέντη του, ενώ παράλληλα τον υπηρετούσε
με πολλή προθυμία και ειλικρίνεια. Αυτή η στάση εκτιμήθηκε από τον
Τούρκο κύριό του, ώστε του ζητούσε να τον κάνει γαμπρό και κληρονόμο
του, με μόνη προϋπόθεση τον εξισλαμισμό του. Τελικά ο Άγιος, με την
αφοσίωση και τη σταθερότητά του, έκαμψε τον αφέντη του, ο οποίος τον
άφησε ελεύθερο να πάει όπου θέλει.
Ενώ όμως ετοίμαζε τα πράγματά του να
φύγει, αρρώστησε. Κατά τη διάρκεια της ασθενείας του τον επισκέφτηκαν
κάποιοι Τούρκοι, οι οποίοι διέδωσαν ότι είπε πως αρνείται τον Χριστό και
γίνεται μουσουλμάνος και,όταν θεραπεύτηκε από την ασθένειά του, του
φόρεσαν τούρκικα ενδύματα χωρίς ωστόσο να του κάνουν περιτομή. Ο μάρτυς
του Χριστού έφυγε και πήγε στη Σμύρνη ως πραματευτής και εκεί πέταξε τα
τούρκικα ενδύματα και αναχώρησε για το Άγιο Όρος.
Στα μέρη της Μονής του Αγίου Παύλου
υποτάχθηκε σε ένα ενάρετο ιερομόναχο, τον Ιωσήφ από τον οποίο και εκάρη
μοναχός. Έζησε κοντά στον γέροντά του δώδεκα χρόνια. Ακούγοντας όμως για
τη θαυμαστή πολιτεία του γέροντα Ακάκιου του Καυσοκαλυβίτη μετώκησε
κοντά του, όπου και έζησε έξι χρόνια. Αναδείχθηκε σε ενάρετο και αγαπητό
σε όλους μοναχό.
Όμως παρά την πνευματική του προκοπή και
την αγία βιοτή του, υπήρχε ένα αγκάθι στην καρδιά του, που δεν τον
άφηνε να ησυχάσει. Φοβόταν μήπως,κατά την διάρκεια της ασθένειάς του,
είπε ή έδειξε, από απροσεξία, πως αρνείται τον Χριστό και οι Τούρκοι του
φόρεσαν τα πράσινα ενδύματα. Γι’ αυτό ποθούσε να μαρτυρήσει. Όταν
ανακοίνωσε αυτόν τον λογισμό στον γέροντά του, δέχτηκε πολλές
επιπλήξεις, μήπως ο λογισμός προερχόταν από υπερηφάνεια.
Επειδή όμως ο πόθος του μαρτυρίου
επέμενε, ο γέροντάς του Ιωσήφ, αφού τον δοκίμασε για ένα χρόνο με
διάφορα αγωνίσματα,αποφάσισε, με τη σύμφωνη γνώμη πολλών εναρέτων
μοναχών του Όρους και ιδιαιτέρως του οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτη, να
αναχωρήσουν μαζί με τον Άγιο για το Ουσάκι της Φιλαδέλφειας.
Εκεί ο Παχώμιος έτρεξε στην αγορά, όπου
και τον αναγνώρισαν οι Τούρκοι. Τον πήγαν στον κριτή, και τον
κατήγγειλαν πως, ενώ είχε γίνει μουσουλμάνος, τώρα εμφανίζεται ως
χριστιανός. Στην ερώτηση του κριτή απάντησε : Ποτέ δεν αρνήθηκα τον
Χριστό,όχι μόνο με λόγο αλλά ούτε και με σκέψη. Ομολογώ τον Ιησού Χριστό
τέλειο Θεό κα τέλειο άνθρωπο και είμαι έτοιμος να υποστώ μύρια βάσανα
και κάθε είδους θάνατο για χάρη Του.
Ο δικαστής τον φοβέρισε και τον έβρισε
λέγοντάς του : Επειδή και μια φορά αρνήθηκες τον Χριστό, δεν μπορείς να
ζεις ως χριστιανός. Ένα από τα δύο. Ή θα αρνηθείς τον Χριστό ή θα
θανατωθείς.
Ο Άγιος μάρτυς απάντησε : Μη γένοιτο,
Χριστέ μου, ούτε κατά διάνοια να σε αρνηθώ αλλά είμαι έτοιμος και στη
φωτιά να πέσω και στο θάνατο.
Τότε διέταξε ο δικαστής να κλειστεί στη
φυλακή, στο πιο σκοτεινό και απομονωμένο κελί. Ο Άγιος το δέχτηκε με
πολλή χαρά, θεωρώντας τη φυλακή παράδεισο. Πράγματι, παρά την απομόνωση,
τη στέρηση τροφής και νερού, με τη χάρη του Θεού και την προσευχή του
μάρτυρος, του γέροντός του και των άλλων πατέρων, η φυλακή γινόταν
παράδεισος.
Μετά από τρεις ημέρες ο δεσμοφύλακας του
ανακοίνωσε την καταδίκη του σε θάνατο. Ο Άγιος δέχτηκε το μήνυμα με
πολλή χαρά, πέρασε δε όλη τη νύχτα με προσευχή. Το πρωί τον έβγαλαν και
τον οδήγησαν μπροστά στον δικαστή που του είπε : Επειδή επιμένεις στη
γνώμη σου, θα θανατωθείς και δεν γίνεται ύστερα να μετανοήσεις. Και ο
Άγιος του απάντησε : Εγώ, δικαστή, ουδέποτε αρνούμαι τον Χριστό μου κι
αν με παραδώσεις σε μύριους θανάτους και τους πιο σκληρούς ακόμα.
Τότε ο κριτής διέταξε την εκτέλεσή του
με αποκεφαλισμό. Τον έδεσαν και τον πήγαν έξω από την πόλη, όπου έσφαζαν
τα πρόβατα. Ακολουθούσαν πολλοί χριστιανοί και Τούρκοι φυσικά, από τους
οποίους άλλοι τον κορόιδευαν, άλλοι τον έφτυναν και άλλοι τον
παρακινούσαν στην άρνηση.
Ο Άγιος προχωρούσε παραδομένος στην προσευχή.
Όταν έφτασε στον τόπο της εκτέλεσης
γονάτισε. Ο δήμιος δείλιαζε να τον αποκεφαλίσει και παρακινούσε τον
μάρτυρα σε άρνηση, ψιθυριστά στο αυτί του. Ο γενναίος αθλητής τον
ενθάρρυνε λέγοντάς του : Μη χάνεις τον καιρό σου, ολοκλήρωσε ό,τι
διατάχθηκες. Και εκείνος έκοψε την αγία εκείνου κεφαλή.
Μετά από τρεις ημέρες οι χριστιανοί
πήραν το Άγιο λείψανο και το έθαψαν. Ο δήμιος, μετά από αυτά
δαιμονίστηκε και άφριζε τριγυρίζοντας στην πόλη και μετά από λίγες μέρες
κακώς απέθανε.
Πολλά θαύματα ακολούθησαν με την επίκληση των πρεσβειών του Αγίου Νεομάρτυρος Παχωμίου.
0 comments:
Post a Comment