Ὁλόκληρη ἡ ζωή μας εἶναι μία ἀλληλουχία συνεχῶν ἐπιθυμιῶν. Τὸ εἶναι μας συνίσταται στὸ θέλειν καὶ μὴ θέλειν. Μᾶλλον δὲ καὶ τὸ μὴ θέλειν εἶναι καὶ αὐτὸ ἀποτέλεσμα θελήσεως. Ταυτιζόμαστε μὲ τὰ «θέλω» μας, ἀδελφοί μου, καθὼς αὐτὰ ἀποτελοῦν ἐκφάνσεις τῆς προσωπικότητός μας. Χωρὶς θέλημα τὸ ὑπόβαθρο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου κατάῤῥέει. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τὸ λαχταριστὸ «θέλω» τοῦ παραλύτου στὴν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου, ἂν ἤθελε νὰ γίνῃ καλά, εἶναι αὐτονόητο. Ἕνας ταλαιπωρημένος γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια ἀσθενὴς δίνει μία ἄλλη παράμετρο στὴ διάσταση τῆς ἐπιθυμίας του: «Δὲν ἔχω, Κύριε, ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μὲ βάλῃ στὴ θαυματουργικὴ δεξαμενή»· τουτέστιν: «Ἐγὼ θέλω νὰ γίνω καλά, ὅμως κανένας δὲν θέλει νὰ μὲ βοηθήσῃ νὰ γίνω καλά».
Τὰ «θέλω» τῶν
ἀνθρώπων, οἱ ἐπιθυμίες
τους, διαμορφώνουν τὴν ἱστορία. Καὶ
ἡ ἱστορία εἶναι
τὸ χωροχρονικὸ πλαίσιο ἀλληλοσυγκρούσεων
καὶ ταύτισης ἐπιθυμιῶν.
Ὅ,τι κακὸ καὶ
ὅ,τι καλὸ γίνεται
στηρίζεται στὶς ἐπιθυμίες μας,
ποὺ ἀποτελοῦν
ἔκφραση τῆς φυσικῆς
μας δύναμης νὰ θέλουμε, δηλαδὴ τῆς
θελήσεώς μας. Τὸ θέλημά μας διαπνέεται ἀπὸ
τὴ «μοῖρα» τῆς
αἰωνιότητος. Τι σημαίνει αὐτό;
Σημαίνει ὅτι αὐτὸ
ποὺ θέλουμε, μέχρι τὴ στιγμὴ
ποὺ πλέον δὲν τὸ
θέλουμε, τὸ θέλουμε γιὰ πάντα. Ἂν
λόγου χάριν θέλουμε τὴν ἁμαρτία, ἀσχέτως
ἂν κάποια στιγμὴ τὴν
βαρεθοῦμε ἢ τὴν
μισήσουμε, στὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ
τὴν τεκμηριώνουμε μὲ τὴν
πράξη μας ὡς ἀποτέλεσμα
θελήσεως, τὴν θέλουμε ὑπὸ
τὴν προϋπόθεση τῆς διάρκειας. Ὄχι
μόνον ἡ ἱστορία γενικῶς,
ἀλλὰ καὶ
ἡ προσωπική μας ζωὴ εἶναι
μία συνεχὴς ἐναλλαγὴ
ἐπιθυμιῶν. Ὅταν
ὅμως πεθαίνουμε, τὸ θέλημά μας
παγιώνεται σὲ αὐτὸ
ποὺ μέχρι τὴν τελευταῖα
στιγμὴ τοῦ βίου μας ἐπιθυμούσαμε.
Αὐτὸ δὲν
σημαίνει πὼς καταργεῖται μὲ
τὸν θάνατο τὸ φυσικὸ
ἢ γνωμικὸ θέλημα τοῦ
ἀνθρώπου· ἁπλῶς
ὁριστικοποιεῖται στὴν
προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητος.
Ἂν λόγου χάριν ἀγαπῶ τὸν Χριστό, πεθαίνοντας, θὰ συνεχίσω νὰ Τὸν ἀγαπῶ ἀκόμη περισσότερο καὶ μάλιστα αἰωνίως. Ἂν Τὸν ἀποστρέφομαι σὲ αὐτὴν τὴν ζωή, ἡ θέα Του θὰ μοῦ δημιουργῇ περισσότερη ἀποστροφὴ καὶ αἰωνίως θὰ θέλω νὰ ζῶ μακρυά Του. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἡ Παναγία μας Ἐκκλησία προτρέπει τὸν καθένα μας νὰ ἐναρμονίσῃ γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ τὸ θέλημά του πρὸς τὸ σωτήριο καὶ ποτὲ ἐγωϊστικὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτόχρονα Τὸν παρακαλεῖ νὰ μᾶς παραλάβῃ «ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει».
Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε, ἂς δοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου ληστοῦ στὸ Γολγοθά. Καθ’ ὅλη του τὴν ζωὴ ἢθελε τὸ ἔγκλημα, τὴν ἀδικία, τὴν ἡδονή, τὴν ἁμαρτία. Λίγες στιγμὲς πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του θέλησε τὴν μετάνοια. Μὲ αὐτὴν πορεύθηκε στὴν ἄλλη ζωή, ἐνῷ τὰ πολύχρονα ἀντίθετα θελήματα ἔπαυσαν νὰ ὑπάρχουν. Τὠρα βέβαια θὰ ῥωτήσετε τι σχέση ἔχουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου· εἴμαστε ὅλοι παράλυτοι πνευματικῶς, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν θέλουμε τὴν θεραπεία μας. Καὶ μάλιστα ἐμεῖς σὲ σύγκριση μὲ τὸν παράλυτο τῆς Βηθεσδὰ εἴμαστε σὲ πολὺ καλύτερη κατάσταση, διότι ἐμεῖς «ἔχομεν ἄνθρωπον». Ναι, ἔχουμε ἄνθρωπο, γιὰ νὰ συνδράμῃ στὴν παραλυσία μας, γιὰ νὰ μᾶς βουτήξῃ στὴ δεξαμενὴ τῆς χάριτος, στὴν κολυμβήθρα τοῦ ἐλέους. Εἶναι ὁ δικός μας ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπός μας, ὁ φίλος καὶ ἀδελφὸς καὶ πατέρας καὶ ἰατρὸς καὶ σωτήρας· εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὸν καθένα μας, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀλλ’ ἔχουμε κι ἄλλους δικούς μας ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν. Εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ Παναγία μας, εἶναι οἱ ἅγιοί μας, ποὺ μᾶς φωνάζουν νὰ τοὺς καλέσουμε σὲ βοήθεια, γιὰ νὰ μᾶς βάλουν στὴ δεξαμενὴ τῶν θαυμάτων· εἶναι οἱ ἱερεῖς μας, ποὺ προθυμοποιοῦνται νὰ μᾶς βουτήξουν στὴν κολυμβήθρα τῶν μυστηρίων· εἶναι οἱ ἐξομολόγοι, ποὺ θὰ χαροῦν νὰ μᾶς βαπτίσουν μέσα στὸ καρδιακὸ ὕδωρ τῆς μετανοίας, γιὰ νὰ ἐξέλθουμε ὑγιεῖς, «μηκέτι ἁμαρτάνοντες».
Πόσα χρόνια περίμενε ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδὰ τὴν θεραπεία του! Πόση ὑπομονὴ εἶχε αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος! «Ἄνθρωπον οὐκ εἶχε»· κι ὅμως, να! ὁ Χριστὸς ἔγινε ὁ ἄνθρωπός του! Ἐμεῖς τι περιμένουμε; Πότε θὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν δικό μας ἄνθρωπο, τὸν Κύριό μας, καὶ ἀπὸ τοὺς δικούς μας ἀνθρώπους, τὴν Θεοτόκο, τοὺς ἁγίους, τοὺς ἱερεῖς μας, τὴν δική τους βοήθεια; Πόσο κοντά μας εἶναι! κι ὅμως ἐμεῖς παράλυτοι, ξαπλωμένοι στὸ κρεβάτι τῆς ὀκνηρίας, θέλουμε διαρκῶς αὐτὰ ποὺ μᾶς χωρίζουν αἰωνίως ἀπὸ τὸν Θεό.
Ῥωτοῦσαν τὸν φιλόσοφο Διογένη, τί ἔψαχνε μὲ τὸ φανάρι ἀναμμένο μεσημεριάτικα κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε: «Ἄνθρωπο γυρεύω». Αὐτὸν ποὺ ἔψαχνε ὁ Διογένης, ἀξιώθηκε νὰ δῇ καὶ νὰ συνομιλήσῃ ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδά. «Σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα», τοῦ εἶπε Ἐκεῖνος. «Σήκω ἐπάνω, πάρε τὴν καρδιά σου καὶ περπάτα τὸ δρόμο τοῦ Πνεύματος, ποὺ θὰ σὲ ὁδηγήσῃ στὴ λύτρωση», λέγει καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς τοὺς σωματικὰ ὑγιεῖς καὶ ταλαιπώρους ἀσθενεῖς ἀπὸ τὴν ἀναλγησία τῆς ἀγάπης, τὴν παραλυσία τῆς ψυχῆς μας, τὴν ἀμέλεια γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἂς ἀκούσουμε τὴ φωνή Του, ἀδελφοί μου, καὶ θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ὑγιεῖς.
π. Στυλιανός Μακρής
Πηγή- simeiakairwn.wordpress.com
0 comments:
Post a Comment