Έξω φυσούσε βοριάς, λυσσομανούσε δυο μέρες τώρα κι όλα τα φύλλα του
ισχνού δένδρου πέρα απ’ το τζάμι του παραθυριού, του νοτισμένου απ’ την
πρωινή υγρασία, υπέκυπταν ένα – ένα στην οργή του. Πάνω στο μικρό
σεκρετέρι η κούκλα της η αγαπημένη την κοιτούσε με το αιωνίως θλιμμένο
βλέμμα της, το κουρδιστό ρολόι που την έχει σηκώσει απ’ τα χαράματα για
να συμπληρώσει μερικές εργασίες στα Αρχαία συνόδευε και σήμερα με το
συνεχές του τικ-τακ τα νυχτερινά διαβάσματα, και το σκυλί στη φωλιά του,
κάτω στην αυλή, είχε αρχίσει ν’ αδημονεί και να ζητά την πρωινή του
βόλτα… Σε λίγες μέρες ερχόταν τα Χριστούγεννα… Θα έκλειναν τα σχολεία!
Θα έκλειναν για λίγο και τα βιβλία!! Θα χόρταινε ύπνο τα πρωινά, θα
έβαζε μετά τα καλά της -στον λαιμό περασμένο μονίμως σε κορδελάκι το
περυσινό δώρο γενεθλίων της, το αγαπημένο της «δάκρυ»- κι υστέρα βόλτα
όλη μέρα, κουβεντούλες και φραπέδες στα Καφέ με την παλιοπαρέα…
Όμορφες,
ξέγνοιαστες μέρες, και τα βράδια η οικογένεια θα μαζευόταν στην ζεστή
κουζίνα και θα ’χαν όλο τον χρόνο στη διάθεσή τους ν’ ανταλλάξουν τα
νέα, να πουν τ’ αστεία τους, ν’ ακούσουν κανένα δίσκο στο πικάπ, να
χαρούν ο ένας την παρέα του άλλου… Τι όμορφα που θα ’ταν, αν… Πήρε τη
γόμα, τη γύρισε απ’ το πράσινο μέρος κι άρχισε να σβήνει μ’ αγωνία μια
λέξη ανορθόγραφη, ενώ το αριστερό της χέρι σηκώθηκε ασυναίσθητα κι
ακούμπησε το χρυσό φύλλο που κρεμόταν στον λαιμό της. Ναι, ούτε στον
ύπνο της δεν μπορούσε να το αποχωριστεί και στο σχολείο, κρυμμένο κάτω
απ’ το άσπρο γιακαδάκι βρισκόταν πάντα! Και ναι! Ήταν χρυσό!! «18
καράτια!!», είχε πει μ’ έμφαση ο χρυσοχόος καθώς το στριφογύριζε κάτω
απ’ τα έκπληκτα μάτια της. Γύρισε και κοίταξε ικετευτικά τη μαμά.
«Εκπληκτικής τέχνης!!», συμπλήρωσε ο χρυσοχόος. Κι έτσι ήταν! Ένα χρυσό
φύλλο -ίδιο αληθινό- μ’ όλα τα νεύρα και τις πτυχώσεις του, που στο
κέντρο του έστεκε μικρό μακρόστενο μαργαριτάρι σαν δροσοσταλίδα, σαν
δάκρυ βροχής…
Τα 15 της χρόνια θα συμπλήρωνε την επομένη και παρότι η
οικογένεια πάσχιζε να τα βγάλει πέρα με τον πενιχρό μισθό του πατέρα
-και στο ενοίκιο ακόμα- της το πήραν το καλό το δώρο, που φυλούσε σαν
κόρη οφθαλμού… Όμως… Ξανασήκωσε το χέρι κι ακούμπησε το φίνο κόσμημα..
Όμως στο μεταξύ ξεκίνησαν οικοδομή, έριξαν όλες τις οικονομίες τους στο
καινούργιο σπίτι, για μια καλύτερη ζωή φορτωθήκαν στη συνέχεια μπόλικα
χρέη… Ο πατέρας βρέθηκε σύντομα στη δεινή θέση να μην μπορεί ν’
ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, να ντρέπεται να δανειστεί ξανά.
Πουλήθηκε όσο-όσο η αγροτική περιουσία του, μα πάλι δεν έφθασαν τα
χρήματα για να εξοφληθούν τα τελευταία γραμμάτια, κι αποφάσισε με πόνο
ψυχής να πουλήσει και την αγαπημένη του μοτοσυκλέτα, που ήταν το όχημα
της οικογένειας.
Χρόνια και χρόνια τους είχε ταξιδέψει κι αν τους είχε
ταξιδέψει, με τι καρδιά θα την αποχωριζόταν; Εδώ και δυο εβδομάδες είχαν
βάλει πωλητήριο, αλλά αγοραστής δεν βρισκόταν! Κι ενώ με το τίποτα δεν
ήθελε να την δει να φεύγει απ’ την οικογένεια, έπιανε τον εαυτό της να
παρακαλεί: «Θεέ μου ας πουληθεί η μοτοσυκλέτα! Να μπουν λίγα χρήματα στο
σπίτι, να σταματήσει ο βραχνάς!!». Μέρα-νύχτα οι ίδιες μαύρες σκέψεις
να την παιδεύουν, να μην την αφήνουν να ησυχάσει και σήμερα που ξύπνησε
αξημέρωτα, άλλη λύση δεν έβρισκε παρά μόνο να κάνει την προσφορά της!
Ήταν απογευματινή, εύκολα θα ξέφευγε λίγη ώρα πριν πάει σχολείο…
Κόβοντας δρόμο από στενά και κονταρίδες για να κερδίσει χρόνο, ρίχνοντας
κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά κατάφερε να φτάσει στον προορισμό της
απαρατήρητη. Μπήκε στον Ιερό χώρο με αργό βήμα… Κοίταξε ολόγυρα με μάτια
θαμπά, άναψε το κεράκι της, το εναπόθεσε στο μανουάλι δίπλα στην εικόνα
του Αγίου. Ύστερα έβγαλε απ’ τον λαιμό το χρυσό φύλλο με το δάκρυ και
το κρέμασε απ’ το κορδελάκι του στην αλυσίδα των ταμάτων… «Σε παρακαλώ…»
είπε ψιθυριστά, ενώ ένα βαρύ δάκρυ κυλούσε κι έφευγε προς το κολλαριστό
γιακά της σχολικής ποδιάς της. «Κάνε να πουληθεί η μοτοσυκλέτα!! Να μην
χρωστάμε άλλο! Να μην κλαίει η μαμά! Να χαμογελάσει ο πατέρας… Να μην
ντρεπόμαστε πια…». Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά της εισόδου χώθηκε στα
στενάκια που οδηγούσαν στη κεντρική, ενώ το ξεροβόρι που απ’ τη νύχτα
δεν έλεγε να ησυχάσει, περιέφερε τα υγρά φύλλα των γύρω δένδρων που
έπεφταν στο οδόστρωμα, στριφογύριζαν γύρω της λαμποκοπώντας και λες και
την αποχαιρετούσαν… Σε κανέναν δεν είπε τίποτα…
Με πίστη περίμενε, η
παράκληση σύντομα εισακούστηκε, όλα πήραν τον δρόμο τους, ήλθαν
καλύτερες μέρες και τα χρόνια κύλησαν γοργά… Ποτέ της δεν αναζήτησε το
«δάκρυ», ούτε και θέλησε να το αντικαταστήσει σε καιρούς που θα
μπορούσε. Σε μοτοσυκλέτα δεν της δόθηκε η ευκαιρία -με τη μαζική έφοδο
των τετράτροχων- να ξανανέβει, αλλά ούτε κι αυτήν τη στερήθηκε όσο
νόμιζε. Έτσι είναι τα πράγματα! Παλεύεις, παθαίνεις, μαθαίνεις, ξεχνάς… Η
ζωή εξάλλου προχωρά… Έχει σκαμπανεβάσματα, χαρές και λύπες… Και
προπαντός… θυσίες! Χωρίς αυτές τίποτα δεν επιτυγχάνεται, τίποτα δεν
κερδίζεται… Με γκριζαρισμένα μαλλιά, γιαγιά πλέον, συχνά-πυκνά γυρνά
στην εκκλησιά του θαυματουργού Αγίου και το βλέμμα -πάντα υγρό- πάει
ασυναίσθητα στην εικόνα του, τη φορτωμένη τάματα…
Πολύτιμα τάματα -δώρα
ικεσίας και αγάπης- σαν το δικό της δάκρυ, σαν τις ποικίλες προσφορές
που τέτοιες μέρες γίνονται φάρμακα, ρουχισμός, τροφή και στέγη σ’ όλους
τους ανήμπορους και στερημένους…
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!
0 comments:
Post a Comment