Ὅταν ἤμουν νέος δεκαοκτώ - δεκαεννιά χρονῶν, ἤθελα ν’ ἀποφασίσω τί θά κάνω μέ τή ζωή μου. Θά μείνω στό Ἅγιον Ὄρος; Νά ἐπιστρέψω πίσω; Θά γίνω μοναχός; Θά γίνω ἕνας κληρικός μέσα στόν κόσμο; Ἔλεγα νά πῶ τοῦ Θεοῦ: «Θεέ μου, ἄς γίνει ὅ,τι θέλεις Ἐσύ». Ἀπό τήν ἄλλη σκεφτόμουν «καί ἄν γίνει κάτι, πού δέν τό θέλω ἐγώ;» Δέν μποροῦσα νά πῶ αὐτή τήν κουβέντα, γιατί φοβόμουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγα: «ἐγώ νά τοῦ πῶ νά γίνει ὅ,τι θέλει Ἐκεῖνος, ἀλλά ἄν γίνει κάτι πού δέν τό θέλω; Εἶμαι ἕτοιμος νά τό κάνω;».
Δέν ἤμουν ἕτοιμος, φοβόμουνα, γιατί δέν μποροῦσα νά καταλάβω ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά θέλει κάτι τό ὁποῖο ἐσένα θά σέ στριμώξει. Δέν εἶναι δυνατόν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά σοῦ φέρει στή ζωή σου ἀναστάτωση, προβλήματα καί νά σέ ὁδηγήσει σέ δίλημμα. Ἀλλοίμονο. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ φέρνει εἰρήνη στόν ἄνθρωπο, φέρνει φῶς, ἀνοίγει διάπλατα ὁ δρόμος, ἀρκεῖ νά βρεῖς τή δύναμη νά πεῖς, «γενηθήτω τό θέλημά σου». Αὐτό εἶναι τό μυστικό τῆς ἐλπίδος στόν Θεό.
0 comments:
Post a Comment